- κεκαδήσει
- κεκαδήσει, -δησόμεθα: see κήδω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κεκαδήσει — κήδω trouble futperf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάδαμος — κάδαμος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) τυφλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τους ομηρ. τ. κεκαδών, κεκαδήσει «βλάπτω, στερώ»] … Dictionary of Greek
κεκαδήσω — (Α) θα αποστερήσω («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῡ και ψυχῆς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. κεκαδήσω και ο αόρ. κέκαδον απαντούν στους επικ. ποιητές ως ρηματ. τ. τού ρ. χάζω «αποστερώ», με το οποίο όμως δεν συνδέονται ετυμολογικά. Οι τ. αυτοί συνδέονται… … Dictionary of Greek
χάζω — Α 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον («ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς», Ομ. Οδ.) 2. αποσύρομαι, οπισθοχωρώ («ὁ δὲ χασάμενος πολεμίχθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χάζω (< *χαδjω) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *gheә1 τής ΙΕ ρίζας *ghē «είμαι… … Dictionary of Greek
kā̆ d- — kā̆ d English meaning: to harm, rob, chase Deutsche Übersetzung: ‘schädigen, berauben, verfolgen” Material: O.Ind. kadana n. “Vernichtung”, caküda (doubtful, if not caküra? ) kadanam “habe eine Vernichtung angerichtet”; Gk. Hom … Proto-Indo-European etymological dictionary